Αρχική

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Δρεπανοκυτταρικά Σύνδρομα


Ως Δρεπανοκυτταρικά Σύνδρομα, ICD-10 D57, χαρακτηρίζονται μια ομάδα διαταραχών του Αίματος, όπως η ομόζυγος Δρεπανοκυτταρική Αναιμία, η Μικροδρεπανοκυτταρική Αναιμία κ.α.
Η Δρεπανοκυτταρική Αναιμία και Μικροδρεπανοκυτταρική Αναιμία χαρακτηρίζονται από την παρουσία της παθολογικής αιμοσφαιρίνης S. Τα ερυθροκύτταρα με αιμοσφαιρίνη S γίνονται δύσκαμπτα και παίρνουν το σχήμα δρέπανου προκαλώντας απόφραξη των μικρών αγγείων, ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και βλάβη στους ιστούς. 
Η μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία είναι η μεικτή ετεροζυγωτία δρεπανοκυτταρικού και β θαλασσαναιμικού γονυλλίου.
Στην Ιταλία, στην Ελλάδα και στην Αφρική  παρατηρείται μια μορφή συγγενούς αιμολυτικής αναιμίας που μοιάζει με την δρεπανοκυτταρική στις επώδυνες και αναιμικές κρίσεις, αλλά έχει διαφορετικά αιματολογικά χαρακτηριστικά:
Τα εργαστηριακά ευρήματα της μικροδρεπανοκυτταρικής αναιμίας:
  • Από το οικογενειακό ιστορικό ο ένας γονέας έχει δρεπανοκυτταρικό γονύλλιο και ο άλλος θαλασσαναιμικό.
  • Υπάρχουν οι θαλασαναιμικές μορφολογικές αλλοιώσεις των ερυθροκυττάρων, που λείπουν από την ομόζυγη δρεπανοκυτταρική αναιμία.
  • Η δοκιμασία δρεπανώσεως είναι θετική
  • Στην ηλεκτροφόρηση υπάρχει 70% HbS, λίγη Hb F και αυξημένη HbA2 χαρακτηριστική του θαλασσαναιμικού γονυλλίου. Ως προς την HbA, αν το θαλασσαναιμικό γονύλλιο είναι β+, τότε αυτή υπάρχει σε ποσοστό 10-25%, εάν όμως το θαλασσαναιμικό γονύλιο είναι β0, τότε η HbA λείπει τελείως, οπότε η διάκριση από την δρεπανοκυτταρική αναιμία γίνεται δυσχερώς και θα στηριχθεί στις θαλασσαναιμικές μορφολογικές αλλοιώσεις και την αυξημένη HbA2.
Δρεπανοκύτταρο
Στο περιφερικό αίμα υπάρχει μικροκυττάρωση, υποχρωμία, στοχοκύτταρα και στις βαριές περιπτώσεις δρεπανοκύτταρα.
Η σπληνομεγαλία είναι σταθερό εύρημα.
Η νόσος, αν και διατρέχει γενικά ηπιότερα από την δρεπανοκυτταρική αναιμία, ποικίλλει από βαριά αναιμία που απαιτεί μεταγγίσεις και μοιάζει με την δρεπανοκυτταρική αναιμία μέχρι ήπια χρόνια αιμολυτική αναιμία, μπορεί και ασυμπτωματική.
Η ήπια διαδρομή της μικροδρεπανοκυτταρικής αναιμίας συνδέεται κατά κανόνα, με υψηλά ποσοστά HbF, γιατί η Hb F ασκεί προστατευτική δράση έναντι της δρεπανώσεως.
Γενικά η HbS/Hbβ0 είναι σοβαρότερη από την HbS/Hbβ+
Κλινική Εικόνα της μικροδρεπανοκυτταρικής αναιμίας
Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν επώδυνες κρίσεις, πόνο στην κοιλιά, οξύ σύνδρομο του θώρακα, επεισόδια από το κεντρικό νευρικό σύστημα (Κ.Ν.Σ.), πριαπισμό, σπληνικό εγκλωβισμό, απλαστική κρίση, λοιμώξεις (π.χ. από πνευμονιόκοκκο). Στις χρόνιες οργανικές βλάβες ανήκουν: οι καρδιαγγειακές (καρδιομεγαλία), νεφρικές, δερματικές (άτονα έλκη), οφθαλμολογικές, ηπατικές (χολοκυστίτιδα), σκελετικές (π.χ. άσηπτη νέκρωση κεφαλής μηριαίου), καθώς και προβλήματα ανάπτυξης.
Συμπτώματα - Επιπλοκές
  • Απλαστική κρίση: ο μυελός των οστών σταματά να παράγει ερυθρά αιμοσφαίρια με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει έντονη αναιμία.  Τα συμπτώματα είναι ωχρότητα, ταχυκαρδία και κόπωση. Μπορεί να συμβεί από τον παρβοϊό B19, που επηρεάζει άμεσα την ερυθροποίηση (παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων) για δύο έως τρεις ημέρες. Σε φυσιολογικά άτομα, αυτό έχει μικρή σημασία, αλλά σε άτομα με μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία μπορεί να είναι μια  απειλητική για τη ζωή κατάσταση. Τα Δικτυοερυθροκύτταρα μειώνονται  σημαντικά κατά τη διάρκεια της ασθένειας και υπάρχει πτώση της αιμοσφαιρίνης. Οι περισσότεροι ασθενείς μπορούν να αντιμετωπιστούν με μετάγγιση αίματος 
  • Έντονος πόνος στο στήθος: ο πόνος είναι αποτέλεσμα εγκλωβισμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων στους πνεύμονες (θωρακικό σύνδρομο). Το οξύ θωρακικό σύνδρομο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πόνο στο στήθος, δυσκολία στην αναπνοή, και πνευμονική διήθυση στην ακτινογραφία θώρακος. Δεδομένου, ότι η πνευμονία και η δρεπάνωση στον πνεύμονα μπορεί  να έχουν αυτά τα συμπτώματα, ο ασθενής αντιμετωπίζεται και για τις δύο συνθήκες. 
  • Πόνος σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Οι επώδυνες κρίσεις αντιμετωπίζονται με ενυδάτωση και αναλγητικά. Διαχείριση του πόνου απαιτείται χορήγηση οπιοειδών. Για ηπιότερη  κρίση χρησιμοποιούνται μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη ΜΣΑΦ. Η διφαινυδραμίνη είναι μερικές φορές αποτελεσματική για τη φαγούρα που σχετίζεται με τη χρήση οπιοειδών. Ενθαρρύνονται οι ασθενείς να κάνουν αναπνευστικές ασκήσεις με βαθιές αναπνοές για την ελαχιστοποίηση της ανάπτυξης ατελεκτασίας.
  • Κρίσεις εγκλωβισμού: τα ερυθρά μπορεί να παγιδευτούν στο σπλήνα ή το ήπαρ.
  • Εγκεφαλικό επεισόδιο: μπορεί να αποφραχθεί μερικώς κάποιο αγγείο στον εγκέφαλο και να προκληθεί εγκεφαλικό επεισόδιο. Εγκεφαλικό επεισόδιο,  μπορεί να προκύψει από μια προοδευτική αγγειακή στένωση των αιμοφόρων αγγείων, αποτρέποντας το οξυγόνο να φτάσει στον εγκέφαλο. Στα παιδιά εμφανίζεται εγκεφαλικό έμφρακτο και εγκεφαλική αιμορραγία σε ενήλικες.
  • Λοιμώξεις: οι ασθενείς προσβάλλονται εύκολα από συγκεκριμένα μικρόβια (πνευμονιόκοκκος, μηνιγγιτιδόκοκκος, στρεπτόκοκκος, σταφυλόκοκκος, κλπ.). Εμβόλια γίνονται κατά της Η. influenzae, S. pneumoniae και Neisseria meningitidis.
  • Αιμολυτικές κρίσεις.  Είναι ιδιαίτερα συχνές σε ασθενείς με συνυπάρχουσα ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD. Αντιμετωπίζεται με μεταγγίσεις αίματος.
  • Οστικές αλλοιώσεις (άσηπτη νέκρωση ισχύου, δακτυλίτιδες) κλπ.
  • Οφθαλμολογικές αλλοιώσεις.
  • Χολολιθίαση (πέτρες στη χολή) και χολοκυστίτιδα: Μπορεί να προκύψουν από την υπερβολική παραγωγή της χολερυθρίνης,  λόγω της παρατεταμένης αιμόλυση.
  • Ίκτερος: Κιτρίνισμα του δέρματος, μπορεί να συμβεί λόγω της αδυναμίας του ήπατος να απομακρύνει αποτελεσματικά τη χολερυθρίνη.
  • Άσηπτη νέκρωση (άσηπτη νέκρωση οστού) στο ισχίο και άλλων μεγάλων αρθρώσεων: Μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα της ισχαιμίας.
  • Μειωμένη ανοσία: Λόγω δυσλειτουργίας του σπλήνα.
  • Πριαπισμός: Μόνιμη στύση από έφρακτο του πέους.
  • Οστεομυελίτιδα (βακτηριακή λοίμωξη των οστών): Συχνά προκαλείται από τη Salmonella σε άτομα με μικροδρεπανοκυτταρική νόσο, ενώ ο Staphylococcus είναι ο πιο κοινός αιτιολογικός οργανισμός στο γενικό πληθυσμό.
  • Οξεία θηλώδης νέκρωση στα νεφρά.
  • Έλκη ποδιών.
  • Αμφιβληστροειδοπάθεια: Παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια, αιμορραγίες υαλοειδούς και αποκολλήσεις αμφιβληστροειδή, με αποτέλεσμα την τύφλωση. Συνιστάται ο τακτικός ετήσιος ελέγχος ματιών.
  • Κατά τη διάρκεια της κύησης: Ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, αυτόματες αποβολές και προεκλαμψία.
  • Χρόνιος πόνος: Ακόμη και σε απουσία οξέος αγγειοαποφρακτικού  πόνου, πολλοί ασθενείς  έχουν χρόνιο πόνο.
  • Πνευμονική υπέρταση (αυξημένη πίεση της πνευμονικής αρτηρίας): Έχει ως αποτέλεσμα πίεση στη δεξιά κοιλία και κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, Τυπικά συμπτώματα είναι η δύσπνοια, η μειωμένη αντοχή στην άσκηση και τα επεισόδια συγκοπής.
  • Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια: Εκδηλώνεται με υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση), πρωτεϊνουρία (απώλεια πρωτεϊνών στα ούρα), αιματουρία (απώλεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων στα ούρα) και επιδεινώμενη  αναιμία. Σε περίπτωση που εξελίσσεται σε τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια, έχει φτωχή πρόγνωση.
  • Άτονα έλκη.
  • Ηπατίτιδα B και C, λόγω μεταγγίσεων (το 70% των ενήλικων ασθενών άνω των 30 ετών).
  • Σπληνική κρίση: Η αυτοσπληνεκτομή αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης. Χορηγούνται  προληπτικά αντιβιοτικά και τα εμβόλια που συνιστώνται για άτομα με ασπληνία. Η οξεία, επώδυνη διευρύνση του σπλήνα αντιμετωπίζεται  με τη μετάγγιση αίματος.
Παράγοντες που επιδρούν στην εμφάνιση των συμπτωμάτων:
  • Περιβαλλοντικοί (αφυδάτωση, κρύο, ζέστη, απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, λοιμώξεις, διατροφή, υποξία, κ.ά.)
  • Ψυχολογικοί (άγχος, στενοχώρια)
  • Κοινωνικοοικονομικοί
  • Γενετικοί
Η αντιμετώπιση είναι καταρχήν προληπτική, με αποφυγή των παραγόντων κινδύνου και θεραπευτική τόσο στις εκδηλώσεις της νόσου (π.χ. επώδυνες κρίσεις) όσο και στις απώτερες επιπτώσεις τους στα διάφορα όργανα.
Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα προγεννητικού ελέγχου. Πριν τεκνοποιήσουν οι γονείς πρέπει να υποβάλλονται σε ειδικό αιματολογικό έλεγχο, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι φορείς του παθολογικού γονιδίου. Σε περίπτωση που και οι δυο είναι φορείς, πρέπει να απευθυνθούν σε κατάλληλο ιατρικό κέντρο προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο γέννησης παιδιού με τη νόσο.
Η θεραπεία της Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας στοχεύει κυρίως στην:
1. Αντιμετώπιση των οξέων προβλημάτων.
2. Αποκατάσταση ή πρόληψη των επιπλοκών και των κρίσεων.
Οι Μεταγγίσεις εφαρμόζονται και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις και είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε καταστάσεις απλαστικών κρίσεων, στον σπληνικό εγκλωβισμό που είναι συχνότερος στην παιδική ηλικία, σε οξεία φάση, σε επεισόδια του Κ.Ν.Σ, κ.α.
Η μετάγγιση μπορεί να είναι απλή ή αφαιμαξομετάγγιση ανάλογα με την περίπτωση.
Η χρόνια θεραπεία με μεταγγίσεις, μπορεί ωστόσο να προκαλέσει υπερφόρτωση του οργανισμού με σίδηρο, όπου η θεραπεία της αποσιδήρωσης σε αυτή την περίπτωση είναι αναγκαία.
Κατά τη διάρκεια των κρίσεων εφαρμόζεται ενυδάτωση (ορός), χορηγούνται παυσίπονα για την ανακούφιση του ασθενή, ενώ χορηγείται αντιβίωση σε περίπτωση πιθανής λοίμωξης.
Προληπτικά, δίνεται πενικιλίνη, τουλάχιστον για τα πρώτα πέντε χρόνια, αρχής γενομένης από τους δύο πρώτους μήνες, φυλικό οξύ, ενώ συνιστάται εμβολιασμός για την ηπατίτιδα Β, τον πνευμονιόκοκκο, αιμόφιλο της ινφλουέντσας, το μηνιγγιτιδόκοκκο.
Στα πλαίσια της θεραπευτικής αγωγής χορηγούνται και ορισμένα σκευάσματα όπως η υδροξυουρία, η ερυθροποιητίνη, ή ακόμα ο συνδυασμός και των δύο με συχνά ικανοποιητικά αποτελέσματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου